πεύκος

πεύκος
Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νεσπορίου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ.), στην πρώην επαρχία Βιάννου, του νομού Ηρακλείου. Είναι πρωτεύουσα της επαρχίας και έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τέσσερις οικισμοί, ο εποχικά κατοικούμενος οικισμός Κοκκαλαρά (υψόμ. 220 μ.), ο Άνω Κορνιάς (...), ο Άγ. Δημήτριος (...) και τα Λατομεία (...).
* * *
ο, Ν·.πεύκο πολυετές, μεγάλου μεγέθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. έλατ-ος: έλατο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πεύκος — Sp Pèfkas Ap Πεύκος/Pefkos L Graikija (Kreta) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • πεύκος — ο πεύκο, πεύκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγριος πεύκος — ο το αγριόπευκο* …   Dictionary of Greek

  • πεύκη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • певга — певка пихта , только русск. цслав. певгъ (минея 1095 г.), певга, певка – то же. Из греч. πεῦκος, πεύκη – то же (Фасмер, Гр. сл. эт. 147; Преобр. II, 65) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Viannos — Gemeinde Viannos Δήμος Βιάννου …   Deutsch Wikipedia

  • Skoureika — Σκουραίικα …   Deutsch Wikipedia

  • Verwaltungsgliederung von Samos — Die Gemeinde Samos (griechisch Δήμος Σάμου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den vier Vorgängergemeinden Vathy, Karlovasi, Marathokambos und Pythagorio der griechischen Insel Samos zum 1. Januar 2011 gebildet. Sie umfasst die… …   Deutsch Wikipedia

  • έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση …   Dictionary of Greek

  • γερτός — και γυρτός, ή, ό 1. κυρτός, καμπύλος («γερτός πεύκος») 2. σκυφτός («γερτός από τα χρόνια») 3. ξαπλωμένος 4. (για πόρτες ή παράθυρα) μισόκλειστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”