Πεύκος — Sp Pèfkas Ap Πεύκος/Pefkos L Graikija (Kreta) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
πεύκος — ο πεύκο, πεύκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγριος πεύκος — ο το αγριόπευκο* … Dictionary of Greek
πεύκη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Είναι… … Dictionary of Greek
певга — певка пихта , только русск. цслав. певгъ (минея 1095 г.), певга, певка – то же. Из греч. πεῦκος, πεύκη – то же (Фасмер, Гр. сл. эт. 147; Преобр. II, 65) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Viannos — Gemeinde Viannos Δήμος Βιάννου … Deutsch Wikipedia
Skoureika — Σκουραίικα … Deutsch Wikipedia
Verwaltungsgliederung von Samos — Die Gemeinde Samos (griechisch Δήμος Σάμου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den vier Vorgängergemeinden Vathy, Karlovasi, Marathokambos und Pythagorio der griechischen Insel Samos zum 1. Januar 2011 gebildet. Sie umfasst die… … Deutsch Wikipedia
έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση … Dictionary of Greek
γερτός — και γυρτός, ή, ό 1. κυρτός, καμπύλος («γερτός πεύκος») 2. σκυφτός («γερτός από τα χρόνια») 3. ξαπλωμένος 4. (για πόρτες ή παράθυρα) μισόκλειστος … Dictionary of Greek